- θητεύω
- θητεύω, θήτευσα βλ. πίν. 19
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
θητεύω — to be a serf pres subj act 1st sg θητεύω to be a serf pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θητεύω — (ΑΜ θητεύω) [θης] 1. δουλεύω, εργάζομαι με μισθό 2. υπηρετώ, ασχολούμαι αποκλειστικά και με αφοσίωση («θητεύει στην επιστήμη») νεοελλ. κάνω τη θητεία μου … Dictionary of Greek
θητεύω — θήτεψα 1. προσφέρω τις υπηρεσίες μου έναντι αμοιβής. 2. ασχολούμαι με κάτι για αρκετό διάστημα (ειρωνικά): Θήτεψε στο λαθρεμπόριο, στην απάτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θητεύσει — θητεύω to be a serf aor subj act 3rd sg (epic) θητεύω to be a serf fut ind mid 2nd sg θητεύω to be a serf fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θητεύσουσιν — θητεύω to be a serf aor subj act 3rd pl (epic) θητεύω to be a serf fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) θητεύω to be a serf fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θητευόντων — θητεύω to be a serf pres part act masc/neut gen pl θητεύω to be a serf pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θητεῦον — θητεύω to be a serf pres part act masc voc sg θητεύω to be a serf pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θητεύει — θητεύω to be a serf pres ind mp 2nd sg θητεύω to be a serf pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θητεύοντα — θητεύω to be a serf pres part act neut nom/voc/acc pl θητεύω to be a serf pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θητεύουσι — θητεύω to be a serf pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) θητεύω to be a serf pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)